- ακροούρανο
- το και ακρούρανο, το η άκρη του ουρανού, του ορίζοντα: Τα πουλιά σε λίγο χάθηκαν στ' ακρούρανα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ακροούρανο — και ακρούρανο, το (λ. ποιητική) 1. η άκρη τού ουρανού, τού ορίζοντα 2. κορυφή όρους, βουνοκορφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + ουρανός] … Dictionary of Greek
ακρούρανο — το βλ. ακροούρανο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)